ἀνακλητικός — fit for exhorting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακλητικός — ή, ό (Α ἀνακλητικός, ή, όν) [ἀνακαλῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανάκληση* ή ο κατάλληλος γι αυτήν αρχ. 1. ο κατάλληλος για παρακίνηση, προτρεπτικός 2. αυτός που αποκαθιστά (την όρεξη, την υγεία κ.λπ.), τονωτικός, αναζωογονητικός 3. το… … Dictionary of Greek
ἀνακλητικά — ἀνακλητικός fit for exhorting neut nom/voc/acc pl ἀνακλητικά̱ , ἀνακλητικός fit for exhorting fem nom/voc/acc dual ἀνακλητικά̱ , ἀνακλητικός fit for exhorting fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακλητικῶν — ἀνακλητικός fit for exhorting fem gen pl ἀνακλητικός fit for exhorting masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακλητικόν — ἀνακλητικός fit for exhorting masc acc sg ἀνακλητικός fit for exhorting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακλητικοῖς — ἀνακλητικός fit for exhorting masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακλητικοί — ἀνακλητικός fit for exhorting masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακλητικῆς — ἀνακλητικός fit for exhorting fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακλητική — ἀνακλητικός fit for exhorting fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακλητικήν — ἀνακλητικός fit for exhorting fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)